κατατριβή

κατατριβή
η
καταπόνηση, εξάντληση, κατανάλωση δυνάμεων: Ενδιαφερόταν μόνο για την κατατριβή του εχθρού.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κατατριβή — wasting fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατατριβή — η (Α κατατριβή) [κατατρίβω] καταπόνηση, εξάντληση, φθορά δυνάμεων με την πάροδο τού χρόνου αρχ. 1. τοποθέτηση ψιμυθίου στο πρόσωπο, ψιμυθίωση, βάψιμο προσώπου 2. σπατάλη, ασωτεία …   Dictionary of Greek

  • κατατριβῇ — κατατρίβω rub down aor subj pass 3rd sg κατατριβή wasting fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατατρίβῃ — κατατρί̱βῃ , κατατρίβω rub down pres subj mp 2nd sg κατατρί̱βῃ , κατατρίβω rub down pres ind mp 2nd sg κατατρί̱βῃ , κατατρίβω rub down pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατατριβῆς — κατατριβή wasting fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατατριβήν — κατατριβή wasting fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”